Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάνω λάθος

  • 1 ошибаться

    κάνω λάθος, λαθεύω, σφάλλω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибаться

  • 2 ошибиться

    -бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лось
    ρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•

    -дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•

    если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•

    я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•

    я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•

    я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.

    Большой русско-греческий словарь > ошибиться

  • 3 делать

    делать κάνω \делать ошибку κάνω λάθος \делать попытку κά νω απόπειρα \делать вывод συμ περαίνω, κάνω συμπέρασμα что нам \делать? τι να κάνουμε; \делатьться 1) γίνομαι \делатьется жар ко ζεσταίνει 2) (происходить): что здесь \делатьется? τι τρέχει (συμβαίνει) εδώ;
    * * *

    де́лать оши́бку — κάνω λάθος

    де́лать попы́тку — κάνω απόπειρα

    де́лать вы́вод — συμπεραίνω, κάνω συμπέρασμα

    что нам де́лать? — τί να κάνουμε

    Русско-греческий словарь > делать

  • 4 ошибаться

    ошибаться
    несов, ошибиться сов σφάλλω, κάνω λάθος, ἀπατῶμαι, γελιέμαι, πλανῶμαι:
    \ошибаться в вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς· \ошибаться в ком-л. πέφτω Εξω στή γνώμη μου γιά κάποιον \ошибаться дверью κάνω λάθος στή πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > ошибаться

  • 5 пробросить

    ρ.σ.μ.
    1. κοσκινίζω.
    2. λογαριάζω στο αριθμητήριο.
    3. λαθεύω στο αριθμητήριο•

    пробросить шесть рублей κάνω λάθος έξι ρούβλια.

    4. αστοχώ (στη βολή).
    (χαρτπ.) πέφτω έξω, κάνω λάθος στο χαρτί.
    1. λαθεύω.
    2. αστοχώ. || κάνω λάθος στο παιγνιόχαρτο.

    Большой русско-греческий словарь > пробросить

  • 6 просчитать

    ρ.σ.
    1. λογαριάζω, μετρώ•

    просчитать до ста μετρώ ως τα εκατό•

    просчитать деньги μετρώ τα χρήματα.

    2. κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω)•

    кассир -ал двадцать рублей ο ταμίας έκανε λάθος (σε βάρος του) είκοσι ρούβλια.

    3. μετρώ (για ένα χρον. διάστημα).
    κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω). || διαπράττω λάθος, πέφτω έξω στους υπολογισμούς.

    Большой русско-греческий словарь > просчитать

  • 7 ошибка

    θ.
    λάθος, σφάλμα, πλάνη•

    допустить ошибку κάνω λάθος•

    орфографическая ошибка ορθογραφικό λάθος•

    грамматические и синтаксические -и γραμματικά και συντακτικά λάθη•

    ошибка за -ой λάθη ένα κοντά τ άλλο•

    -на -е απανωτά λάθη•

    по -е κατά λάθος, από λάθος•

    неисправимая ошибка ανεπανόρθωτο λάθος•

    грубая ошибка χοντρό λάθος•

    судебная ошибка δικαστική πλάνη•

    сознавать свою -у αναγνωρίζω (παραδέχομαι) το λάθος μου•

    ошибка в счёт λάθος στο λογαριασμό•

    буквенная- τυπογραφικό παρόραμα.

    Большой русско-греческий словарь > ошибка

  • 8 оплошность

    θ.
    απροσεξία• λάθος•

    малейшая оплошность το παραμικρό λάθος•

    допустить κάνω λάθος•

    исправить оплошность διορθώνω το λάθος.

    || αστοχία.

    Большой русско-греческий словарь > оплошность

  • 9 заблуждаться

    заблуждаться κάνω λάθος, λαθεύω, σφάλλω
    * * *
    κάνω λάθος, λαθεύω, σφάλλω

    Русско-греческий словарь > заблуждаться

  • 10 ошибаться

    ошибаться, ошибиться κάνω λάθος, σφάλλω, λαθεύω
    * * *
    = ошибиться
    κάνω λάθος, σφάλλω, λαθεύω

    Русско-греческий словарь > ошибаться

  • 11 наврать

    -вру, -вршь, παρλθ. χρ. наврал, -ли, -ло, παθ. μτχ-. παρλθ. χρ. навранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. врать.
    2. κάνω λάθος, λαθεύω•

    наврать в вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς.

    3. βλ. соврать.

    Большой русско-греческий словарь > наврать

  • 12 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 13 совершить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•

    совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•

    совершить ошибку κάνω λάθος•

    совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•

    совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•

    совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).

    2. συνομολογώ, κλείνω•

    совершить сделку κλείνω συμφωνία.

    (δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•

    -лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•

    брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•

    пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•

    похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.

    Большой русско-греческий словарь > совершить

  • 14 совершать

    соверш||ать
    несов
    1. κά(μ)νω, ἐκτελώ, πραγματοποιώ/ διαπράττω (что-л. плохое):
    \совершать подвиг κάνω (или πραγματοποιώ) κα· τόρθωμα· \совершать поездку κάνω ταξείδΓ \совершать ошибку κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα· \совершать преступление διαπράττω ἔγκλημα
    2. (заключать, оформлять) κλείνω:
    \совершать сделку κλείνω συμφωνία \совершатьаться γίνομαι, ἐκτελούμαι, πραγματοποιοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > совершать

  • 15 оплошность

    оплошность
    ж ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀφρο-ντισία, ἡ ἀμέλεια (упущение)/ τό λάθος (ошибка):
    делать \оплошность κάνω λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > оплошность

  • 16 допускать

    1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος
    * * *
    = допустить
    1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαι

    допуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν

    2) ( предположить) υποθέτω

    допу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι

    ••

    допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος

    Русско-греческий словарь > допускать

  • 17 мах

    мах
    м:
    одним \махом, с одного \маху разг μονομιάς' дать \маху разг κάνω γκάφα, κάνω λάθος· с \маху разг ὁρμητικά, ἀπερίσκεπτα.

    Русско-новогреческий словарь > мах

  • 18 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 19 просчитывать

    1. (производить подсчёт) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω 2. (ошибаться при счёте) κάνω λάθος στο μέτρημα, σφάλλω/λανθάνω στην καταμέτρηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просчитывать

  • 20 оговаривать

    оговаривать, оговорить (обусловить) διατυπώ επιφύλαξη \оговариваться (сказать по ошибке) κάνω λάθος
    * * *
    = оговорить
    ( обусловить) διατυπώ επιφύλαξη

    Русско-греческий словарь > оговаривать

См. также в других словарях:

  • λαθεύω — (Μ λαθεύω) [λάθος] κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου») νεοελλ. 1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος 2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα μσν. μέσ. λαθεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • λαθώνω — (Μ λαθώνω) 1. κάνω κάποιον να πέσει σε σφάλμα, παραπλανώ 2. κάνω λάθος, λαθεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθος. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα] …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

  • φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχορδίζω — Α 1. κρούω λάθος χορδή, κάνω λάθος στο χτύπημα τής χορδής, δεν χτυπώ αυτήν που πρέπει 2. (κατά τον Ησύχ.) «διαφωνεῑν, ἁμαρτάνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορδή + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • παραγνωρίζω — ΝΜ κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ νεοελλ. 1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του») 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν παίρνω για κάποιον άλλο 3 …   Dictionary of Greek

  • παρατιμονιάζω — [παρατιμονιά] 1. κάνω λάθος στον χειρισμό τού τιμονιού, στραβοτιμονιάζω 2. μτφ. κάνω λανθασμένη ή αξιοκατάκριτη πράξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»